Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεθήμων
μεθίδρυσις
μεθιδρύω
μεθιζάνω
μεθίημι
μεθιππεύω
μεθίπταμαι
μεθίστημι
μεθό
μεθοδεία
μεθόδευμα
μεθοδευτέον
μεθοδευτής
μεθοδευτικός
μεθοδεύω
μεθοδηγέω
μεθοδικός
μέθοδος
μεθολκή
μεθομήρεος
μεθομιλέω
View word page
μεθόδευμα
that which is regularly practised
ShortDef
that which is regularly practised
Debugging
Headword:
μεθόδευμα
Headword (normalized):
μεθόδευμα
Headword (normalized/stripped):
μεθοδευμα
IDX:
55183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55184
Key:
Data
{'content': 'that which is regularly practised'}