Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεθημερινός
μεθημοσύνη
μεθήμων
μεθίδρυσις
μεθιδρύω
μεθιζάνω
μεθίημι
μεθιππεύω
μεθίπταμαι
μεθίστημι
μεθό
μεθοδεία
μεθόδευμα
μεθοδευτέον
μεθοδευτής
μεθοδευτικός
μεθοδεύω
μεθοδηγέω
μεθοδικός
μέθοδος
μεθολκή
View word page
μεθό
after that
ShortDef
after that
Debugging
Headword:
μεθό
Headword (normalized):
μεθό
Headword (normalized/stripped):
μεθο
IDX:
55181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55182
Key:
Data
{'content': 'after that'}