Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μέθη
μεθήκω
μέθημαι
μεθημερινός
μεθημοσύνη
μεθήμων
μεθίδρυσις
μεθιδρύω
μεθιζάνω
μεθίημι
μεθιππεύω
μεθίπταμαι
μεθίστημι
μεθό
μεθοδεία
μεθόδευμα
μεθοδευτέον
μεθοδευτής
μεθοδευτικός
μεθοδεύω
μεθοδηγέω
View word page
μεθιππεύω
ride away
ShortDef
ride away
Debugging
Headword:
μεθιππεύω
Headword (normalized):
μεθιππεύω
Headword (normalized/stripped):
μεθιππευω
IDX:
55178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55179
Key:
Data
{'content': 'ride away'}