Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεθετικός
μέθη
μεθήκω
μέθημαι
μεθημερινός
μεθημοσύνη
μεθήμων
μεθίδρυσις
μεθιδρύω
μεθιζάνω
μεθίημι
μεθιππεύω
μεθίπταμαι
μεθίστημι
μεθό
μεθοδεία
μεθόδευμα
μεθοδευτέον
μεθοδευτής
μεθοδευτικός
μεθοδεύω
View word page
μεθίημι
to let go, let loose, release

ShortDef

to let go, let loose, release

Debugging

Headword:
μεθίημι
Headword (normalized):
μεθίημι
Headword (normalized/stripped):
μεθιημι
IDX:
55177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55178
Key:

Data

{'content': 'to let go, let loose, release'}