Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεθέτερος
μεθετικός
μέθη
μεθήκω
μέθημαι
μεθημερινός
μεθημοσύνη
μεθήμων
μεθίδρυσις
μεθιδρύω
μεθιζάνω
μεθίημι
μεθιππεύω
μεθίπταμαι
μεθίστημι
μεθό
μεθοδεία
μεθόδευμα
μεθοδευτέον
μεθοδευτής
μεθοδευτικός
View word page
μεθιζάνω
change the position of

ShortDef

change the position of

Debugging

Headword:
μεθιζάνω
Headword (normalized):
μεθιζάνω
Headword (normalized/stripped):
μεθιζανω
IDX:
55176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55177
Key:

Data

{'content': 'change the position of'}