Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεθετέον
μεθέτερος
μεθετικός
μέθη
μεθήκω
μέθημαι
μεθημερινός
μεθημοσύνη
μεθήμων
μεθίδρυσις
μεθιδρύω
μεθιζάνω
μεθίημι
μεθιππεύω
μεθίπταμαι
μεθίστημι
μεθό
μεθοδεία
μεθόδευμα
μεθοδευτέον
μεθοδευτής
View word page
μεθιδρύω
to place differently, transpose

ShortDef

to place differently, transpose

Debugging

Headword:
μεθιδρύω
Headword (normalized):
μεθιδρύω
Headword (normalized/stripped):
μεθιδρυω
IDX:
55175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55176
Key:

Data

{'content': 'to place differently, transpose'}