Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μέθεσις
μεθετέον
μεθέτερος
μεθετικός
μέθη
μεθήκω
μέθημαι
μεθημερινός
μεθημοσύνη
μεθήμων
μεθίδρυσις
μεθιδρύω
μεθιζάνω
μεθίημι
μεθιππεύω
μεθίπταμαι
μεθίστημι
μεθό
μεθοδεία
μεθόδευμα
μεθοδευτέον
View word page
μεθίδρυσις
migration

ShortDef

migration

Debugging

Headword:
μεθίδρυσις
Headword (normalized):
μεθίδρυσις
Headword (normalized/stripped):
μεθιδρυσις
IDX:
55174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55175
Key:

Data

{'content': 'migration'}