Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεθέπω
μεθερμηνευτικός
μεθερμηνεύω
μεθέρπω
μέθεσις
μεθετέον
μεθέτερος
μεθετικός
μέθη
μεθήκω
μέθημαι
μεθημερινός
μεθημοσύνη
μεθήμων
μεθίδρυσις
μεθιδρύω
μεθιζάνω
μεθίημι
μεθιππεύω
μεθίπταμαι
μεθίστημι
View word page
μέθημαι
to sit among

ShortDef

to sit among

Debugging

Headword:
μέθημαι
Headword (normalized):
μέθημαι
Headword (normalized/stripped):
μεθημαι
IDX:
55170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55171
Key:

Data

{'content': 'to sit among'}