Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεθέορτος
μεθέπω
μεθερμηνευτικός
μεθερμηνεύω
μεθέρπω
μέθεσις
μεθετέον
μεθέτερος
μεθετικός
μέθη
μεθήκω
μέθημαι
μεθημερινός
μεθημοσύνη
μεθήμων
μεθίδρυσις
μεθιδρύω
μεθιζάνω
μεθίημι
μεθιππεύω
μεθίπταμαι
View word page
μεθήκω
to be come in quest of

ShortDef

to be come in quest of

Debugging

Headword:
μεθήκω
Headword (normalized):
μεθήκω
Headword (normalized/stripped):
μεθηκω
IDX:
55169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55170
Key:

Data

{'content': 'to be come in quest of'}