Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεθέλκω
μέθεξις
μεθέορτος
μεθέπω
μεθερμηνευτικός
μεθερμηνεύω
μεθέρπω
μέθεσις
μεθετέον
μεθέτερος
μεθετικός
μέθη
μεθήκω
μέθημαι
μεθημερινός
μεθημοσύνη
μεθήμων
μεθίδρυσις
μεθιδρύω
μεθιζάνω
μεθίημι
View word page
μεθετικός
letting go, relaxing

ShortDef

letting go, relaxing

Debugging

Headword:
μεθετικός
Headword (normalized):
μεθετικός
Headword (normalized/stripped):
μεθετικος
IDX:
55167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55168
Key:

Data

{'content': 'letting go, relaxing'}