Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεθελκυστέον
μεθέλκω
μέθεξις
μεθέορτος
μεθέπω
μεθερμηνευτικός
μεθερμηνεύω
μεθέρπω
μέθεσις
μεθετέον
μεθέτερος
μεθετικός
μέθη
μεθήκω
μέθημαι
μεθημερινός
μεθημοσύνη
μεθήμων
μεθίδρυσις
μεθιδρύω
μεθιζάνω
View word page
μεθέτερος
additional
ShortDef
additional
Debugging
Headword:
μεθέτερος
Headword (normalized):
μεθέτερος
Headword (normalized/stripped):
μεθετερος
IDX:
55166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55167
Key:
Data
{'content': 'additional'}