Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεθεκτικός
μεθεκτός
μεθελκυστέον
μεθέλκω
μέθεξις
μεθέορτος
μεθέπω
μεθερμηνευτικός
μεθερμηνεύω
μεθέρπω
μέθεσις
μεθετέον
μεθέτερος
μεθετικός
μέθη
μεθήκω
μέθημαι
μεθημερινός
μεθημοσύνη
μεθήμων
μεθίδρυσις
View word page
μέθεσις
relaxation

ShortDef

relaxation

Debugging

Headword:
μέθεσις
Headword (normalized):
μέθεσις
Headword (normalized/stripped):
μεθεσις
IDX:
55164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55165
Key:

Data

{'content': 'relaxation'}