Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεθεδράζω
μεθεκτέον
μεθεκτέος
μεθεκτικός
μεθεκτός
μεθελκυστέον
μεθέλκω
μέθεξις
μεθέορτος
μεθέπω
μεθερμηνευτικός
μεθερμηνεύω
μεθέρπω
μέθεσις
μεθετέον
μεθέτερος
μεθετικός
μέθη
μεθήκω
μέθημαι
μεθημερινός
View word page
μεθερμηνευτικός
fit for interpreting

ShortDef

fit for interpreting

Debugging

Headword:
μεθερμηνευτικός
Headword (normalized):
μεθερμηνευτικός
Headword (normalized/stripped):
μεθερμηνευτικος
IDX:
55161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55162
Key:

Data

{'content': 'fit for interpreting'}