Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεθαρμογή
μεθαρμόζω
μεθάρμοσις
μεθεδράζω
μεθεκτέον
μεθεκτέος
μεθεκτικός
μεθεκτός
μεθελκυστέον
μεθέλκω
μέθεξις
μεθέορτος
μεθέπω
μεθερμηνευτικός
μεθερμηνεύω
μεθέρπω
μέθεσις
μεθετέον
μεθέτερος
μεθετικός
μέθη
View word page
μέθεξις
participation
ShortDef
participation
Debugging
Headword:
μέθεξις
Headword (normalized):
μέθεξις
Headword (normalized/stripped):
μεθεξις
IDX:
55158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55159
Key:
Data
{'content': 'participation'}