Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεθάπτομαι
μεθαρμογή
μεθαρμόζω
μεθάρμοσις
μεθεδράζω
μεθεκτέον
μεθεκτέος
μεθεκτικός
μεθεκτός
μεθελκυστέον
μεθέλκω
μέθεξις
μεθέορτος
μεθέπω
μεθερμηνευτικός
μεθερμηνεύω
μεθέρπω
μέθεσις
μεθετέον
μεθέτερος
μεθετικός
View word page
μεθέλκω
to draw to the other side
ShortDef
to draw to the other side
Debugging
Headword:
μεθέλκω
Headword (normalized):
μεθέλκω
Headword (normalized/stripped):
μεθελκω
IDX:
55157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55158
Key:
Data
{'content': 'to draw to the other side'}