Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεθάλλομαι
μεθάμερα
μεθάπτομαι
μεθαρμογή
μεθαρμόζω
μεθάρμοσις
μεθεδράζω
μεθεκτέον
μεθεκτέος
μεθεκτικός
μεθεκτός
μεθελκυστέον
μεθέλκω
μέθεξις
μεθέορτος
μεθέπω
μεθερμηνευτικός
μεθερμηνεύω
μεθέρπω
μέθεσις
μεθετέον
View word page
μεθεκτός
able to be shared in

ShortDef

able to be shared in

Debugging

Headword:
μεθεκτός
Headword (normalized):
μεθεκτός
Headword (normalized/stripped):
μεθεκτος
IDX:
55155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55156
Key:

Data

{'content': 'able to be shared in'}