Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθάμερα
μεθάπτομαι
μεθαρμογή
μεθαρμόζω
μεθάρμοσις
μεθεδράζω
μεθεκτέον
μεθεκτέος
μεθεκτικός
μεθεκτός
μεθελκυστέον
μεθέλκω
μέθεξις
μεθέορτος
μεθέπω
μεθερμηνευτικός
μεθερμηνεύω
μεθέρπω
μέθεσις
View word page
μεθεκτικός
participating in

ShortDef

participating in

Debugging

Headword:
μεθεκτικός
Headword (normalized):
μεθεκτικός
Headword (normalized/stripped):
μεθεκτικος
IDX:
55154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55155
Key:

Data

{'content': 'participating in'}