Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μέδων
Μέδων
μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθάμερα
μεθάπτομαι
μεθαρμογή
μεθαρμόζω
μεθάρμοσις
μεθεδράζω
μεθεκτέον
μεθεκτέος
μεθεκτικός
μεθεκτός
μεθελκυστέον
μεθέλκω
μέθεξις
μεθέορτος
μεθέπω
μεθερμηνευτικός
μεθερμηνεύω
View word page
μεθεκτέον
one must share

ShortDef

one must share

Debugging

Headword:
μεθεκτέον
Headword (normalized):
μεθεκτέον
Headword (normalized/stripped):
μεθεκτεον
IDX:
55152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55153
Key:

Data

{'content': 'one must share'}