Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μέδω
μέδων
Μέδων
μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθάμερα
μεθάπτομαι
μεθαρμογή
μεθαρμόζω
μεθάρμοσις
μεθεδράζω
μεθεκτέον
μεθεκτέος
μεθεκτικός
μεθεκτός
μεθελκυστέον
μεθέλκω
μέθεξις
μεθέορτος
μεθέπω
μεθερμηνευτικός
View word page
μεθεδράζω
transplant
ShortDef
transplant
Debugging
Headword:
μεθεδράζω
Headword (normalized):
μεθεδράζω
Headword (normalized/stripped):
μεθεδραζω
IDX:
55151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55152
Key:
Data
{'content': 'transplant'}