Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Μέδουσα
μέδω
μέδων
Μέδων
μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθάμερα
μεθάπτομαι
μεθαρμογή
μεθαρμόζω
μεθάρμοσις
μεθεδράζω
μεθεκτέον
μεθεκτέος
μεθεκτικός
μεθεκτός
μεθελκυστέον
μεθέλκω
μέθεξις
μεθέορτος
μεθέπω
View word page
μεθάρμοσις
change
ShortDef
change
Debugging
Headword:
μεθάρμοσις
Headword (normalized):
μεθάρμοσις
Headword (normalized/stripped):
μεθαρμοσις
IDX:
55150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55151
Key:
Data
{'content': 'change'}