Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μέδος
Μέδουσα
μέδω
μέδων
Μέδων
μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθάμερα
μεθάπτομαι
μεθαρμογή
μεθαρμόζω
μεθάρμοσις
μεθεδράζω
μεθεκτέον
μεθεκτέος
μεθεκτικός
μεθεκτός
μεθελκυστέον
μεθέλκω
μέθεξις
μεθέορτος
View word page
μεθαρμόζω
to dispose differently, to correct

ShortDef

to dispose differently, to correct

Debugging

Headword:
μεθαρμόζω
Headword (normalized):
μεθαρμόζω
Headword (normalized/stripped):
μεθαρμοζω
IDX:
55149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55150
Key:

Data

{'content': 'to dispose differently, to correct'}