Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μέδιμνος
μέδομαι
μέδος
Μέδουσα
μέδω
μέδων
Μέδων
μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθάμερα
μεθάπτομαι
μεθαρμογή
μεθαρμόζω
μεθάρμοσις
μεθεδράζω
μεθεκτέον
μεθεκτέος
μεθεκτικός
μεθεκτός
μεθελκυστέον
μεθέλκω
View word page
μεθάπτομαι
have fastened to one

ShortDef

have fastened to one

Debugging

Headword:
μεθάπτομαι
Headword (normalized):
μεθάπτομαι
Headword (normalized/stripped):
μεθαπτομαι
IDX:
55147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55148
Key:

Data

{'content': 'have fastened to one'}