Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγιστόσωμος
μεγιστότιμος
μεδέων
Μεδεών
μεδιμναῖος
μέδιμνος
μέδομαι
μέδος
Μέδουσα
μέδω
μέδων
Μέδων
μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθάμερα
μεθάπτομαι
μεθαρμογή
μεθαρμόζω
μεθάρμοσις
μεθεδράζω
μεθεκτέον
View word page
μέδων
a guardian, lord

ShortDef

a guardian, lord
Medon

Debugging

Headword:
μέδων
Headword (normalized):
μέδων
Headword (normalized/stripped):
μεδων
IDX:
55142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55143
Key:

Data

{'content': 'a guardian, lord'}