Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεγιστεύω
μεγιστοάνασσα
μεγιστοπάτωρ
μεγιστόπολις
μεγιστόσωμος
μεγιστότιμος
μεδέων
Μεδεών
μεδιμναῖος
μέδιμνος
μέδομαι
μέδος
Μέδουσα
μέδω
μέδων
Μέδων
μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθάμερα
μεθάπτομαι
μεθαρμογή
View word page
μέδομαι
to provide for, think on, be mindful of, bethink one of
ShortDef
to provide for, think on, be mindful of, bethink one of
Debugging
Headword:
μέδομαι
Headword (normalized):
μέδομαι
Headword (normalized/stripped):
μεδομαι
IDX:
55138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55139
Key:
Data
{'content': 'to provide for, think on, be mindful of, bethink one of'}