Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγεθοποιός
μέγεθος
μεγεθουργία
μεγεθύνω
μεγήρατος
μεγήριτος
Μέγης
Μέγιλλος
μεγιστάν
μεγιστᾶνες
μεγιστεύω
μεγιστοάνασσα
μεγιστοπάτωρ
μεγιστόπολις
μεγιστόσωμος
μεγιστότιμος
μεδέων
Μεδεών
μεδιμναῖος
μέδιμνος
μέδομαι
View word page
μεγιστεύω
to be or become very great

ShortDef

to be or become very great

Debugging

Headword:
μεγιστεύω
Headword (normalized):
μεγιστεύω
Headword (normalized/stripped):
μεγιστευω
IDX:
55128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55129
Key:

Data

{'content': 'to be or become very great'}