Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγεθοποιέω
μεγεθοποίησις
μεγεθοποιός
μέγεθος
μεγεθουργία
μεγεθύνω
μεγήρατος
μεγήριτος
Μέγης
Μέγιλλος
μεγιστάν
μεγιστᾶνες
μεγιστεύω
μεγιστοάνασσα
μεγιστοπάτωρ
μεγιστόπολις
μεγιστόσωμος
μεγιστότιμος
μεδέων
Μεδεών
μεδιμναῖος
View word page
μεγιστάν
great man, grandee

ShortDef

great man, grandee

Debugging

Headword:
μεγιστάν
Headword (normalized):
μεγιστάν
Headword (normalized/stripped):
μεγισταν
IDX:
55126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55127
Key:

Data

{'content': 'great man, grandee'}