Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαύχητος
Μεγαφέρνης
μεγεθικός
μεγεθόομαι
μεγεθοποιέω
μεγεθοποίησις
μεγεθοποιός
μέγεθος
μεγεθουργία
μεγεθύνω
μεγήρατος
μεγήριτος
Μέγης
Μέγιλλος
μεγιστάν
μεγιστᾶνες
μεγιστεύω
μεγιστοάνασσα
μεγιστοπάτωρ
μεγιστόπολις
μεγιστόσωμος
View word page
μεγήρατος
passing lovely (see LSJ μεγήριτος)

ShortDef

passing lovely (see LSJ μεγήριτος)

Debugging

Headword:
μεγήρατος
Headword (normalized):
μεγήρατος
Headword (normalized/stripped):
μεγηρατος
IDX:
55122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55123
Key:

Data

{'content': 'passing lovely (see LSJ μεγήριτος)'}