Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μέγας
μεγασχιδής
μεγαύχητος
Μεγαφέρνης
μεγεθικός
μεγεθόομαι
μεγεθοποιέω
μεγεθοποίησις
μεγεθοποιός
μέγεθος
μεγεθουργία
μεγεθύνω
μεγήρατος
μεγήριτος
Μέγης
Μέγιλλος
μεγιστάν
μεγιστᾶνες
μεγιστεύω
μεγιστοάνασσα
μεγιστοπάτωρ
View word page
μεγεθουργία
doing
ShortDef
doing
Debugging
Headword:
μεγεθουργία
Headword (normalized):
μεγεθουργία
Headword (normalized/stripped):
μεγεθουργια
IDX:
55120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55121
Key:
Data
{'content': 'doing'}