Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μέγαρος
μέγαρσις
μεγαρτός
μέγας
μεγασχιδής
μεγαύχητος
Μεγαφέρνης
μεγεθικός
μεγεθόομαι
μεγεθοποιέω
μεγεθοποίησις
μεγεθοποιός
μέγεθος
μεγεθουργία
μεγεθύνω
μεγήρατος
μεγήριτος
Μέγης
Μέγιλλος
μεγιστάν
μεγιστᾶνες
View word page
μεγεθοποίησις
enlargement

ShortDef

enlargement

Debugging

Headword:
μεγεθοποίησις
Headword (normalized):
μεγεθοποίησις
Headword (normalized/stripped):
μεγεθοποιησις
IDX:
55117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55118
Key:

Data

{'content': 'enlargement'}