Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μέγαρόνδε
Μέγαρος
μέγαρσις
μεγαρτός
μέγας
μεγασχιδής
μεγαύχητος
Μεγαφέρνης
μεγεθικός
μεγεθόομαι
μεγεθοποιέω
μεγεθοποίησις
μεγεθοποιός
μέγεθος
μεγεθουργία
μεγεθύνω
μεγήρατος
μεγήριτος
Μέγης
Μέγιλλος
μεγιστάν
View word page
μεγεθοποιέω
increase
ShortDef
increase
Debugging
Headword:
μεγεθοποιέω
Headword (normalized):
μεγεθοποιέω
Headword (normalized/stripped):
μεγεθοποιεω
IDX:
55116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55117
Key:
Data
{'content': 'increase'}