Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μέγαρον
μέγαρόνδε
Μέγαρος
μέγαρσις
μεγαρτός
μέγας
μεγασχιδής
μεγαύχητος
Μεγαφέρνης
μεγεθικός
μεγεθόομαι
μεγεθοποιέω
μεγεθοποίησις
μεγεθοποιός
μέγεθος
μεγεθουργία
μεγεθύνω
μεγήρατος
μεγήριτος
Μέγης
Μέγιλλος
View word page
μεγεθόομαι
possesses magnitude

ShortDef

possesses magnitude

Debugging

Headword:
μεγεθόομαι
Headword (normalized):
μεγεθόομαι
Headword (normalized/stripped):
μεγεθοομαι
IDX:
55115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55116
Key:

Data

{'content': 'possesses magnitude'}