Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Μεγαροῖ
μέγαρον
μέγαρόνδε
Μέγαρος
μέγαρσις
μεγαρτός
μέγας
μεγασχιδής
μεγαύχητος
Μεγαφέρνης
μεγεθικός
μεγεθόομαι
μεγεθοποιέω
μεγεθοποίησις
μεγεθοποιός
μέγεθος
μεγεθουργία
μεγεθύνω
μεγήρατος
μεγήριτος
Μέγης
View word page
μεγεθικός
quantitative
ShortDef
quantitative
Debugging
Headword:
μεγεθικός
Headword (normalized):
μεγεθικός
Headword (normalized/stripped):
μεγεθικος
IDX:
55114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55115
Key:
Data
{'content': 'quantitative'}