Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μεγαριστί
Μεγαρόθεν
Μεγαροῖ
μέγαρον
μέγαρόνδε
Μέγαρος
μέγαρσις
μεγαρτός
μέγας
μεγασχιδής
μεγαύχητος
Μεγαφέρνης
μεγεθικός
μεγεθόομαι
μεγεθοποιέω
μεγεθοποίησις
μεγεθοποιός
μέγεθος
μεγεθουργία
μεγεθύνω
μεγήρατος
View word page
μεγαύχητος
glorious

ShortDef

glorious

Debugging

Headword:
μεγαύχητος
Headword (normalized):
μεγαύχητος
Headword (normalized/stripped):
μεγαυχητος
IDX:
55112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55113
Key:

Data

{'content': 'glorious'}