Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Μεγαρίζω
Μεγαρικός
Μεγαρίς
Μεγαριστί
Μεγαρόθεν
Μεγαροῖ
μέγαρον
μέγαρόνδε
Μέγαρος
μέγαρσις
μεγαρτός
μέγας
μεγασχιδής
μεγαύχητος
Μεγαφέρνης
μεγεθικός
μεγεθόομαι
μεγεθοποιέω
μεγεθοποίησις
μεγεθοποιός
μέγεθος
View word page
μεγαρτός
envious
ShortDef
envious
Debugging
Headword:
μεγαρτός
Headword (normalized):
μεγαρτός
Headword (normalized/stripped):
μεγαρτος
IDX:
55109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55110
Key:
Data
{'content': 'envious'}