Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Μέγαρα
Μέγαράδε
Μεγαρεύς
Μεγάρη
Μεγαρίζω
Μεγαρικός
Μεγαρίς
Μεγαριστί
Μεγαρόθεν
Μεγαροῖ
μέγαρον
μέγαρόνδε
Μέγαρος
μέγαρσις
μεγαρτός
μέγας
μεγασχιδής
μεγαύχητος
Μεγαφέρνης
μεγεθικός
μεγεθόομαι
View word page
μέγαρον
a large room
ShortDef
a large room
Debugging
Headword:
μέγαρον
Headword (normalized):
μέγαρον
Headword (normalized/stripped):
μεγαρον
IDX:
55105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55106
Key:
Data
{'content': 'a large room'}