Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναγκαιοπότης
ἀναγκαῖος
ἀναγκαιότης
ἀνάγκασμα
ἀναγκαστέος
ἀναγκαστήρ
ἀναγκαστικός
ἀναγκαστός
ἀνάγκη
ἀναγκόδακρυς
ἀναγκοθέτησις
ἀναγκοπέδη
ἀναγκόσιτος
ἀναγκοτροφέω
ἀναγκοφαγέω
ἀναγκοφαγία
ἀναγκοφορέω
ἀνάγκυλος
ἀναγλυκαίνω
ἀναγλυφή
ἀνάγλυφος
View word page
ἀναγκοθέτησις
compulsion
ShortDef
compulsion
Debugging
Headword:
ἀναγκοθέτησις
Headword (normalized):
ἀναγκοθέτησις
Headword (normalized/stripped):
αναγκοθετησις
IDX:
5509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5510
Key:
Data
{'content': 'compulsion'}