Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεγάλωμα
μεγαλώνυμος
μεγαλωπός
μεγαλωστί
μεγαλωσύνη
μεγαλωφελής
Μεγαμηδεΐδης
μεγάμυκος
μεγάνωρ
Μεγαπένθης
Μεγάρα
Μέγαρα
Μέγαράδε
Μεγαρεύς
Μεγάρη
Μεγαρίζω
Μεγαρικός
Μεγαρίς
Μεγαριστί
Μεγαρόθεν
Μεγαροῖ
View word page
Μεγάρα
pr.n. (f.)
ShortDef
pr.n. (f.)
Debugging
Headword:
Μεγάρα
Headword (normalized):
μεγάρα
Headword (normalized/stripped):
μεγαρα
IDX:
55094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55095
Key:
Data
{'content': 'pr.n. (f.)'}