Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλόψυχος
μεγαλύνω
μεγάλωμα
μεγαλώνυμος
μεγαλωπός
μεγαλωστί
μεγαλωσύνη
μεγαλωφελής
Μεγαμηδεΐδης
μεγάμυκος
μεγάνωρ
Μεγαπένθης
Μεγάρα
Μέγαρα
Μέγαράδε
Μεγαρεύς
Μεγάρη
Μεγαρίζω
Μεγαρικός
Μεγαρίς
Μεγαριστί
View word page
μεγάνωρ
man-exalting

ShortDef

man-exalting

Debugging

Headword:
μεγάνωρ
Headword (normalized):
μεγάνωρ
Headword (normalized/stripped):
μεγανωρ
IDX:
55092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55093
Key:

Data

{'content': 'man-exalting'}