Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεγαλοψυχία
μεγαλόψυχος
μεγαλύνω
μεγάλωμα
μεγαλώνυμος
μεγαλωπός
μεγαλωστί
μεγαλωσύνη
μεγαλωφελής
Μεγαμηδεΐδης
μεγάμυκος
μεγάνωρ
Μεγαπένθης
Μεγάρα
Μέγαρα
Μέγαράδε
Μεγαρεύς
Μεγάρη
Μεγαρίζω
Μεγαρικός
Μεγαρίς
View word page
μεγάμυκος
loud-braying
ShortDef
loud-braying
Debugging
Headword:
μεγάμυκος
Headword (normalized):
μεγάμυκος
Headword (normalized/stripped):
μεγαμυκος
IDX:
55091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55092
Key:
Data
{'content': 'loud-braying'}