Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλοχάσμων
μεγαλόψοφος
μεγαλοψυχέω
μεγαλοψυχία
μεγαλόψυχος
μεγαλύνω
μεγάλωμα
μεγαλώνυμος
μεγαλωπός
μεγαλωστί
μεγαλωσύνη
μεγαλωφελής
Μεγαμηδεΐδης
μεγάμυκος
μεγάνωρ
Μεγαπένθης
Μεγάρα
Μέγαρα
Μέγαράδε
Μεγαρεύς
Μεγάρη
View word page
μεγαλωσύνη
greatness, majesty

ShortDef

greatness, majesty

Debugging

Headword:
μεγαλωσύνη
Headword (normalized):
μεγαλωσύνη
Headword (normalized/stripped):
μεγαλωσυνη
IDX:
55088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55089
Key:

Data

{'content': 'greatness, majesty'}