Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλόφωνος
μεγαλόχαρτος
μεγαλοχάσμων
μεγαλόψοφος
μεγαλοψυχέω
μεγαλοψυχία
μεγαλόψυχος
μεγαλύνω
μεγάλωμα
μεγαλώνυμος
μεγαλωπός
μεγαλωστί
μεγαλωσύνη
μεγαλωφελής
Μεγαμηδεΐδης
μεγάμυκος
μεγάνωρ
Μεγαπένθης
Μεγάρα
Μέγαρα
Μέγαράδε
View word page
μεγαλωπός
large-eyed

ShortDef

large-eyed

Debugging

Headword:
μεγαλωπός
Headword (normalized):
μεγαλωπός
Headword (normalized/stripped):
μεγαλωπος
IDX:
55086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55087
Key:

Data

{'content': 'large-eyed'}