Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεγαλόφυλλος
μεγαλοφωνία
μεγαλόφωνος
μεγαλόχαρτος
μεγαλοχάσμων
μεγαλόψοφος
μεγαλοψυχέω
μεγαλοψυχία
μεγαλόψυχος
μεγαλύνω
μεγάλωμα
μεγαλώνυμος
μεγαλωπός
μεγαλωστί
μεγαλωσύνη
μεγαλωφελής
Μεγαμηδεΐδης
μεγάμυκος
μεγάνωρ
Μεγαπένθης
Μεγάρα
View word page
μεγάλωμα
might
ShortDef
might
Debugging
Headword:
μεγάλωμα
Headword (normalized):
μεγάλωμα
Headword (normalized/stripped):
μεγαλωμα
IDX:
55084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55085
Key:
Data
{'content': 'might'}