Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλοφυΐα
μεγαλόφυλλος
μεγαλοφωνία
μεγαλόφωνος
μεγαλόχαρτος
μεγαλοχάσμων
μεγαλόψοφος
μεγαλοψυχέω
μεγαλοψυχία
μεγαλόψυχος
μεγαλύνω
μεγάλωμα
μεγαλώνυμος
μεγαλωπός
μεγαλωστί
μεγαλωσύνη
μεγαλωφελής
Μεγαμηδεΐδης
μεγάμυκος
μεγάνωρ
Μεγαπένθης
View word page
μεγαλύνω
to make great

ShortDef

to make great

Debugging

Headword:
μεγαλύνω
Headword (normalized):
μεγαλύνω
Headword (normalized/stripped):
μεγαλυνω
IDX:
55083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55084
Key:

Data

{'content': 'to make great'}