Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλοφροσύνη
μεγαλόφρων
μεγαλοφυής
μεγαλοφυΐα
μεγαλόφυλλος
μεγαλοφωνία
μεγαλόφωνος
μεγαλόχαρτος
μεγαλοχάσμων
μεγαλόψοφος
μεγαλοψυχέω
μεγαλοψυχία
μεγαλόψυχος
μεγαλύνω
μεγάλωμα
μεγαλώνυμος
μεγαλωπός
μεγαλωστί
μεγαλωσύνη
μεγαλωφελής
Μεγαμηδεΐδης
View word page
μεγαλοψυχέω
to be generous

ShortDef

to be generous

Debugging

Headword:
μεγαλοψυχέω
Headword (normalized):
μεγαλοψυχέω
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοψυχεω
IDX:
55080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55081
Key:

Data

{'content': 'to be generous'}