Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεγαλοφρονέω
μεγαλοφροσύνη
μεγαλόφρων
μεγαλοφυής
μεγαλοφυΐα
μεγαλόφυλλος
μεγαλοφωνία
μεγαλόφωνος
μεγαλόχαρτος
μεγαλοχάσμων
μεγαλόψοφος
μεγαλοψυχέω
μεγαλοψυχία
μεγαλόψυχος
μεγαλύνω
μεγάλωμα
μεγαλώνυμος
μεγαλωπός
μεγαλωστί
μεγαλωσύνη
μεγαλωφελής
View word page
μεγαλόψοφος
loud-sounding
ShortDef
loud-sounding
Debugging
Headword:
μεγαλόψοφος
Headword (normalized):
μεγαλόψοφος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοψοφος
IDX:
55079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55080
Key:
Data
{'content': 'loud-sounding'}