Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεγαλόφθαλμος
μεγαλόφιλος
μεγαλόφλεβος
μεγαλοφρονέω
μεγαλοφροσύνη
μεγαλόφρων
μεγαλοφυής
μεγαλοφυΐα
μεγαλόφυλλος
μεγαλοφωνία
μεγαλόφωνος
μεγαλόχαρτος
μεγαλοχάσμων
μεγαλόψοφος
μεγαλοψυχέω
μεγαλοψυχία
μεγαλόψυχος
μεγαλύνω
μεγάλωμα
μεγαλώνυμος
μεγαλωπός
View word page
μεγαλόφωνος
loud-voiced
ShortDef
loud-voiced
Debugging
Headword:
μεγαλόφωνος
Headword (normalized):
μεγαλόφωνος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοφωνος
IDX:
55076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55077
Key:
Data
{'content': 'loud-voiced'}