Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλοσώματος
μεγαλότεχνος
μεγαλότιμος
μεγαλότολμος
μεγαλότοξος
μεγαλοτράχηλος
μεγαλοῦχος
μεγαλόφθαλμος
μεγαλόφιλος
μεγαλόφλεβος
μεγαλοφρονέω
μεγαλοφροσύνη
μεγαλόφρων
μεγαλοφυής
μεγαλοφυΐα
μεγαλόφυλλος
μεγαλοφωνία
μεγαλόφωνος
μεγαλόχαρτος
μεγαλοχάσμων
μεγαλόψοφος
View word page
μεγαλοφρονέω
to be high-minded

ShortDef

to be high-minded

Debugging

Headword:
μεγαλοφρονέω
Headword (normalized):
μεγαλοφρονέω
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοφρονεω
IDX:
55069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55070
Key:

Data

{'content': 'to be high-minded'}