Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναγινώσκω
ἀναγκάζω
ἀναγκαῖον
ἀναγκαιοπότης
ἀναγκαῖος
ἀναγκαιότης
ἀνάγκασμα
ἀναγκαστέος
ἀναγκαστήρ
ἀναγκαστικός
ἀναγκαστός
ἀνάγκη
ἀναγκόδακρυς
ἀναγκοθέτησις
ἀναγκοπέδη
ἀναγκόσιτος
ἀναγκοτροφέω
ἀναγκοφαγέω
ἀναγκοφαγία
ἀναγκοφορέω
ἀνάγκυλος
View word page
ἀναγκαστός
forced, constrained

ShortDef

forced, constrained

Debugging

Headword:
ἀναγκαστός
Headword (normalized):
ἀναγκαστός
Headword (normalized/stripped):
αναγκαστος
IDX:
5506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5507
Key:

Data

{'content': 'forced, constrained'}