Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλοσχήμων
μεγαλοσώματος
μεγαλότεχνος
μεγαλότιμος
μεγαλότολμος
μεγαλότοξος
μεγαλοτράχηλος
μεγαλοῦχος
μεγαλόφθαλμος
μεγαλόφιλος
μεγαλόφλεβος
μεγαλοφρονέω
μεγαλοφροσύνη
μεγαλόφρων
μεγαλοφυής
μεγαλοφυΐα
μεγαλόφυλλος
μεγαλοφωνία
μεγαλόφωνος
μεγαλόχαρτος
μεγαλοχάσμων
View word page
μεγαλόφλεβος
large-veined

ShortDef

large-veined

Debugging

Headword:
μεγαλόφλεβος
Headword (normalized):
μεγαλόφλεβος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοφλεβος
IDX:
55068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55069
Key:

Data

{'content': 'large-veined'}