Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλόστονος
μεγαλόσφυκτος
μεγαλοσχήμων
μεγαλοσώματος
μεγαλότεχνος
μεγαλότιμος
μεγαλότολμος
μεγαλότοξος
μεγαλοτράχηλος
μεγαλοῦχος
μεγαλόφθαλμος
μεγαλόφιλος
μεγαλόφλεβος
μεγαλοφρονέω
μεγαλοφροσύνη
μεγαλόφρων
μεγαλοφυής
μεγαλοφυΐα
μεγαλόφυλλος
μεγαλοφωνία
μεγαλόφωνος
View word page
μεγαλόφθαλμος
large-eyed

ShortDef

large-eyed

Debugging

Headword:
μεγαλόφθαλμος
Headword (normalized):
μεγαλόφθαλμος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοφθαλμος
IDX:
55066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55067
Key:

Data

{'content': 'large-eyed'}